λεπτόγραμμος

λεπτόγραμμος
-η, -ο (Α λεπτόγραμμος, -ον)
γραμμένος ή εικονογραφημένος με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι βιβλίον» Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που οι γραμμές τού προσώπου του είναι λεπτές, λεπτοκαμωμένος
2. χαραγμένος με λεπτές γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)-* + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ισό-γραμμος, μονό-γραμμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεπτόγραμμον — λεπτόγραμμος written small masc/fem acc sg λεπτόγραμμος written small neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… …   Dictionary of Greek

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • λεπτόγραφος — η, ο (Α λεπτόγραφος, ον) λεπτόγραμμος αρχ. αυτός που έχει γραφεί προσεγμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + γραφος*. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”