- λεπτόγραμμος
- -η, -ο (Α λεπτόγραμμος, -ον)γραμμένος ή εικονογραφημένος με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι βιβλίον» Λουκιαν.)νεοελλ.1. (για πρόσ.) αυτός που οι γραμμές τού προσώπου του είναι λεπτές, λεπτοκαμωμένος2. χαραγμένος με λεπτές γραμμές.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)-* + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ισό-γραμμος, μονό-γραμμος].
Dictionary of Greek. 2013.